[Seite 118] = μέλας, Orac Sib. V, 328.
μελαιναῖος: -η, -ον, = μέλας, μελαιναίη, σκοτίη Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 348 (;), ἴδε Λοβ. Παραλ. σ. 319.
μελαιναῖος, -αίη, -ον (Α)μέλας, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. -αῖος].