μελανούρι

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία του ψαριού Oblada melanura
2. προσωνυμία όμορφου, σφριγηλού, μελαχρινού ανθρώπου, κυρίως κοριτσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανούριον, υποκορ. του αρχ. μελάνουρος].