μελανόχρους

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. μελανόχροος.

Greek Monolingual

-ουν (ΑM μελανόχρους, -ουν, Α και μελανόχροος, -οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ)
βλ. μελάγχρους.

Middle Liddell

μελᾰνό-χρους, ουν = μελάγχροος, Od.] [heterocl. nom. pl., μελανόχροες, Il.]