μελανόχρως
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγχρως, E. Hec. 1106 (lyr., as v.l.), Arist. Phgn. 808a17, Theoc. 3.35.
German (Pape)
[Seite 120] ωτος, = μελάγχρως; ἀΐδα πορθμός, Eur. Hec. 1105; ἐριθακίς, Theocr. 3, 35; βότρυς, Anacr. 57, 1; übertr., καρδία, d. i. trauererfüllt, Aesch. Suppl. 766.
French (Bailly abrégé)
1gén. –χροος, nom. pl. -χροες;
c. μελανόχροος.
2ως, ων ; gén. ωτος;
de couleur noire ou sombre ; fig. sombre, triste.
Étymologie: μέλας, χρώς.
Greek Monolingual
μελανόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)·βλ.μελάγχρους.
Greek Monotonic
μελᾰνόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγ-χρως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόχρως: 2, gen. ωτος Theocr., Aesch., Eur. = μελάγχρως II.
gen. οος Hom. = *μελάγχρως I.
Middle Liddell
μελᾰνό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγχρως, Eur.]