μελεία

Greek Monolingual

μελεία, ἡ (Α)
φροντίδα, μέριμνα, επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω κατά τα θηλ. μετονοματικά σε -εια (επιμελήςεπιμέλεια].