μελετητός

English (LSJ)

μελετητή, μελετητόν, to be gained by practice, Pl. Clit.407b, Luc. Im.16.

Russian (Dvoretsky)

μελετητός: усваиваемый путем упражнения (μ. τε καὶ ἀσκητός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μελετητός: -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, ἀρετὴ Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β.

Greek Monolingual

μελετητός, -ή, -όν (Α) μελετώ
αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση ή τη μελέτη ή αυτός που μπορεί να τον μάθει κανείς με την άσκηση ή τη μελέτη («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», Πλάτ.).