μελετώ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
Greek Monolingual
-άω (ΑM μελετῶ, -άω, Α και μελετῶ, -έω)
1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ
β. «μελετώ τη θεωρία της σχετικότητας»)
2. διαλογίζομαι, σκέπτομαι, συλλογίζομαι
3. έχω την πρόθεση, σκοπεύω ή σχεδιάζω να κάνω κάτι (α. «ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;», ΠΔ
β. «μελετώ να ταξιδεύσω στην Ευρώπη»)
νεοελλ.
1. ερευνώ ή επεξεργάζομαι κάποιο θέμα με ακρίβεια, εξετάζω κάτι μεθοδικά και επιστημονικά («μελετώ το ζήτημα της ύδρευσης της πόλης μας»)
2
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μελετημένος και μελετισμένος
α) αυτός που είναι καλά προπαρασκευασμένος ή ασκημένος σε ἕνα έργο («μελετημένος δικηγόρος»)
β) προσχεδιασμένος, προμελετημένος
νεοελλ.-μσν.
1. αναλογίζομαι, φέρνω στον νου μου («περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλληκάρια», Σολωμ.)
2. αναφέρω κάποιον ή κάτι με το όνομά του, πιάνω στο στόμα μου, μνημονεύω, αναφέρω («μη μελετάς το κακό γιατί δεν αργεί νά 'ρθει»)
3. μηχανεύομαι («τί μελετάς να μάς φτειάξεις πάλι;»)
4. δουλεύω κάτι στο μυαλό μου, προετοιμάζω («καλό μελέτα κι έρχεται»)
μσν.
1. επινοώ
2. διδάσκω
3. προσέχω
4. αδημονώ
5. προορίζω
6. μέσ. μελετῶμαι, -άομαι
εξωτερικεύομαι, εκδηλώνομαι
μσν.-αρχ.
μεριμνώ, φροντίζω ή ενδιαφέρομαι για κάτι, επιμελούμαι («ὃς ἔργου μελετῶν ἰθεῖαν αὔλακ' ἐλαύνοι», Ησίοδ.)
αρχ.
1. εξασκώ, γυμνάζω κάποιον
2. λαμβάνω υπ' όψιν μου, ακολουθώ («οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων γιγνώσκειν χρὴ καὶ μελετᾱν», Ευ ρ.)
3. θεωρώ κάτι ως ασήμαντο («οἱ φιλοσοφοῦν
τες αποθνήσκειν μελετῶσι», Πλάτ.)
4. ιατρ. θεραπεύω ασθένεια, γιατρεύω
5. περιποιούμαι
6. απαγγέλλω, εκφωνώ λόγο, μιλώ, αυτοσχεδιάζω λόγο
7. ιατρ. (για ασθένεια) παρουσιάζω συμπτώματα, επαπειλώ
8. συνηθίζω να κάνω κάτι, αποκτώ συνήθεια (α. «εἰς τοιαῡτα ἤθη, ὁποῖ' ἄττ' ἂν καὶ μεμελετηκυῑαι τύχωσιν ἐν τῷ βίω», Πλάτ.
β. «μελετησάντων εκπίπτειν βραχιόνων», Γαλ.)
9. ασχολούμαι ή καταγίνομαι με κάτι, επαγγέλλομαι μια τέχνη («ἄλλως δὲ ἡμεροδρόμον τε καὶ τοῦτο μελετῶντα», Ηρόδ.)
10. (ενεργ. και παθ.) ασκούμαι, γυμνάζομαι για την εκτέλεση ενός έργου (α. «μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία», Ευρ.
β. «καὶ λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας», Δημοσθ.
γ. «τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι», Θουκ.)
11. παθ. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος, μεταβάλλομαι σε χρόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελε- του μέλω «προνοώ, φροντίζω» (πρβλ. μελεδών) + επίθημα -τάω (πρβλ. σκιρτάω, τητάομαι). Στο ρ. μελετώ και στα παράγωγά του η αρχική σημ. του ρ. μέλω «μεριμνώ, φροντίζω» εξελίχθηκε στη σημ. «ασχολούμαι διεξοδικά, σπουδάζω, ερευνώ»].