μελησμός

English (LSJ)

ὁ, care, diligence, EM 444.54.

German (Pape)

[Seite 122] ὁ, dasselbe, zw. Vgl. μελλησμός.

Greek Monolingual

μελησμός, ὁ (Α)
επιμέλεια, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελησ- του αορ. του μέλω, -μέλησ-α].