μελλάρχων

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἄρχων-designate, Müller-Bees Inschriften der jüdischen Katakombe Nos. 106, 136.

Greek Monolingual

μελλάρχων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἄρχων (πρβλ. πρωτάρχων, φιλάρχων)].