μελλοφωτιστής

Greek Monolingual

μελλοφωτιστής, ὁ (Α)
ο υποψήφιος να βαπτιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + φωτιστής (< φωτίζω), πρβλ. πολυφωτιστής.