μελώνω

Greek Monolingual

μέλι
1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα»)
2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση του μελιού
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, -η, -ο
α) γεμάτος μέλι
β) γλυκός σαν το μέλι.