μέλι1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα»)2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση του μελιού3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, -η, -οα) γεμάτος μέλιβ) γλυκός σαν το μέλι.