μεσήεις

English (LSJ)

μεσήεσσα, μεσήεν, middling (between ἔξοχος and χερειότερος), 11.12.269.

German (Pape)

[Seite 137] εσσα, εν, in der Mitte, mittelmäßig, ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος, Il. 12, 269; Hesych. erkl. μέσος τῇ ἡλικίᾳ, was auf die homerische Stelle nicht paßt.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
placé au milieu.
Étymologie: μέσος.

Russian (Dvoretsky)

μεσήεις: ήεσσα, ῆεν находящийся в середине, средний Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μεσήεις: εσσα, ἐν, μέσος, μέτριος, «μέσος κατὰ δύναμιν» (Σχολ.), περὶ μαχητῶν, Ἰλ. Μ. 269, - ἔνθα τὸ μεσήεις κεῖται μεταξὺ τοῦ ἔξοχος καὶ τοῦ χειρότερος.

English (Autenrieth)

(μέσος): middling, Il. 12.269†.

Greek Monolingual

μεσήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. ο μέσος
2. ο μεσαίος ή ο μέτριος ως προς την ηλικία ή τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήεις, πιθ. κατά τα τελ-ήεις, τιμ-ήεις].

Greek Monotonic

μεσήεις: -εσσα, -εν (μέσος), μεσαίος, μέτριος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μεσήεις, εσσα, εν μέσος
middle, middling, Il.