μεσεγγυούχος

Greek Monolingual

ο
αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + -οῦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].