μεσεγγυητής

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

German (Pape)

[Seite 137] ὁ, der Bürge (?).

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγυητής: -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον πρόσωπον παρ’ ᾧ εἶναι κατατεθειμένη παρακαταθήκη τις ὡς ἐγγύησιςἀσφάλεια, (μεσεγγύημα) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».

Greek Monolingual

ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) μεσεγγυώ
πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος.