μεσεντέριο

Greek Monolingual

το (Α μεσεντέριον)
πτυχές του περιτοναίου οι οποίες συνάπτουν διάφορα μέρη του εντερικού σωλήνα στα τοιχώματα της κοιλιάς
νεοελλ.
βιολ. α) διπλή εκπτύχωση της σπλαγχνοπλευράς στα κοιλωματικά μετάζωα, με την οποία συγκρατείται ο πεπτικός σωλήνας στο ραχιαίο τοίχωμα της περισπλαγχνικής κοιλότητας
β) το τμήμα του περιτοναίου τών σπονδυλοζώων που περιβάλλει και συγκρατεί το λεπτό έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου αρχ. επιθ. μεσεντέριος].