πεπτικός
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
πεπτική, πεπτικόν, (πέσσω)
A able to digest, π. εἶναι τῆς τροφῆς Arist.GA 766a32; ἔχειν τὴν κοιλίαν… πεπτικωτάτην ib.749b24; δύναμις πεπτική digestive power, Dsc.1.14.
II promoting digestion, Arist.PA677b32, Long.466b32, Thphr. Lass.16, Str.15.2.10, Xenocr. ap. Orib.2.58.98; πόα Dsc.3.31; φάρμακον Gal.11.779.
III promoting concoction, hence of the male seed, σπέρμα πεπτικόν Zeno Stoic.1.36.
German (Pape)
[Seite 560] zum Kochen od. Verdauen gemacht, sp. Medic.; auch = das Verdauen befördernd.
Russian (Dvoretsky)
πεπτικός:
1 (хорошо), переваривающий (κοιλία Arst.);
2 пищеварительный (δύναμις Arst.);
3 способствующий пищеварению (τὸ θερμόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πεπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πέπτῃ, νὰ χωνεύσῃ, π. εἶναι τῆς τροφῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 37· ἔχειν τὴν κοιλίαν ... πεπτικωτάτην αὐτόθι 3. 1, 8· δύναμις π., ἡ δύναμις τοῦ πέπτειν, χωνεύειν, Διοσκ. 3. 38· οὕτω, τὸ πεπτικὸν Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 10. ΙΙ. ὁ βοηθῶν τὴν πέψιν, τὸ θερμὸν πεπτικὸν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 3, 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πεπτικός, -ή, -όν, ΝΑ πεπτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση
2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες»)
νεοελλ.
φρ. α) «πεπτικό σύστημα του ανθρώπου»
ανατ. οργανικό σύστημα το οποίο αποτελείται από τον πεπτικό σωλήνα και από τα όργανα που συμβάλλουν, με τα υγρά που παράγουν, στην πέψη
β) «πεπτικό νευρικό πλέγμα»
(ανατ.-φυσιολ.) περιλπτ. ονομασία που περιλαμβάνει το μυεντερικό πλέγμα του Άουερμπαχ και το υποβλεννογόνιο πλέγμα του Μάισνερ, δύο ενδογενείς στιβάδες νευρικού ιστού που ελέγχουν τις κινήσεις της κατώτερης μοίρας του οισοφάγου, του εντέρου και του στομάχου
γ) «πεπτικοί αδένες»
βοτ. αδενώδεις τρίχες που απαντούν στα μεταμορφωμένα όργανα ορισμένων εντομοφάγων φυτών
δ) «πεπτικός σωλήνας»
ανατ. μια σειρά σχηματισμών και οργάνων, μέσα από τα οποία περνά η τροφή κατά την επεξεργασία της και τη μετατροπή της σε μορφές απορροφήσιμες από την κυκλοφορία, την πέψη, και σχηματισμών, από τους οποίους περνούν τα άχρηστα προϊόντα της πέψης κατά τη διαδικασία της αποβολής τους
αρχ.
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να χωνεύει
2. αυτός που διευκολύνει την ωρίμαση.