μεσοκλινής

Greek Monolingual

-ές
(για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφικλινής, επικλινής].