μεσομέρεια

Greek Monolingual

η
χημ. ουσιώδες χαρακτηριστικό ορισμένων χημικών ενώσεων που είναι γνωστό και ως συντονισμός και σύμφωνα με το οποίο η ακριβής δομή τών ενώσεων αυτών δεν είναι δυνατό να περιγραφεί από έναν απλό συντακτικό τύπο αλλά μόνον από συνδυασμό περισσότερων διακεκριμένων εναλλακτικών τύπων.