συντονισμός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ο, Ν συντονίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντονίζω
2. μουσ. η συμφωνία του τόνου, συντονία
3. φυσ. (στην κυματική) το φαινόμενο της αύξησης του πλάτους ταλάντωσης ενός συστήματος ως αποτέλεσμα της επίδρασης ορισμένης εξωτερικής περιοδικής διέγερσης, η συχνότητα της οποίας είναι παραπλήσια με μια από τις ιδιοσυχνότητες του συστήματος
4. (ραδιοηλ.) φαινόμενο που παρατηρείται σε κυμαινόμενα ηλεκτρικά ή ηλεκτρονικά κυκλώματα, όταν αυτά διεγείρονται από μια εξωτερική ταλάντωση με συχνότητα ίση προς την ιδιοσυχνότητα του κυκλώματος, φαινόμενο κεφαλαιώδους σημασίας στη ραδιοηλεκτρολογία τόσο για την εκπομπή όσο και τη λήψη ενός ραδιοτηλεοπτικού σταθμού
5. χημ. ουσιώδες χαρακτηριστικό ορισμένων χημικών ενώσεων, γνωστό και ως μεσομέρεια, σύμφωνα με το οποίο η ακριβής δομή τους δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί από έναν απλό συντακτικό τύπο, αλλά μόνον από έναν συνδυασμό περισσότερων διακεκριμένων εναλλακτικών τύπων
6. φρ. α) «ατομικός συντονισμός»
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στα άτομα και στις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες και παρατηρείται μόνον για ορισμένες τιμές της συχνότητας της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
β) «ερτζιανός συντονισμός»
φυσ. περίπτωση ατομικού συντονισμού που προκαλείται από μια ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας η συχνότητα ανήκει στην περιοχή τών ραδιοκυμάτων
γ) «ηλεκτρικός συντονισμός»
φυσ. φαινόμενο που παρατηρείται όταν σε ένα παλλόμενο ηλεκτρικό κύκλωμα επιβάλλεται ορισμένη περιοδική ηλεκτρική ταλάντωση συχνότητας ίσης με την ιδιοσυχνότητα του κυκλώματος
δ) «οπτικός συντονισμός»
φυσ. περίπτωση ατομικού συντονισμού που προκαλείται από μια ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας η συχνότητα ανήκει στη φωτεινή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος
ε) «πυρηνικός συντονισμός»
φυσ. κατάσταση διέγερσης ενός ατομικού πυρήνα που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια μιας πυρηνικής αντίδρασης, η οποία αντιστοιχεί σε μια τιμή της ενέργειας του σωματιδίου-βλήματος, τέτοια ώστε η μικροσκοπική ενεργός διατομή της υπ' όψιν αντίδρασης να γίνεται μέγιστη
στ) «γιγαντιαίος πυρηνικός συντονισμός»
φυσ. περίπτωση πυρηνικού συντονισμού που αντιστοιχεί στη διέγερση ενός ατομικού πυρήνα κατά συλλογικό τρόπο, σύμφωνα με το σύνολο τών πρωτονίων και τών νετρονίων του ταλαντώνεται υπό μια καθορισμένη ολική στροφορμή
ζ) «ενέργεια πυρηνικού συντονισμού»
φυσ. η τιμή της κινητικής ενέργειας του σωματιδίου-βλήματος μιας πυρηνικής αντίδρασης, για την οποία υφίσταται πυρηνικός συντονισμός
η) «στάθμη πυρηνικού συντονισμού»
φυσ. ενεργειακή στάθμη του σύνθετου πυρήνα, ο οποίος σχηματίζεται κατά τη διάρκεια μιας πυρηνικής αντίδρασης, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήσει σε καταστάσεις πυρηνικού συντονισμού
θ) «περιοχή πυρηνικών συντονισμών»
φυσ. η περιοχή ενεργειών για την οποία η πιθανότητα απορρόφησης ενός νετρονίου από ένα δεδομένο νουκλίδιο, εμφανίζει μια σειρά διακυμάνσεων πολύ μεγάλου εύρους
ι) «σωματίδια συντονισμού» ή, απλώς, «συντονισμοί»
φυσ. ορισμένα ασταθή αδρόνια με εξαιρετικά σύντομη μέση ζωή
ια) «συντονισμός πολλαπλών κβάντων»
φυσ. διεργασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα άτομα και στις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες κατά την οποία ένα άτομο, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια μετάπτωση μεταξύ δύο ενεργειακών σταθμών, χρησιμοποιεί την ενέργεια περισσότερων του ενός φωτονίων
ιβ) «συντονισμός παραγωγής σε μικροοικονομικό επίπεδο»
(οικον.) το σύνολο τών ενεργειών που γίνονται με στόχο τον συντονισμό της δράσης τών διαφόρων τμημάτων παραγωγής μιας επιχείρησης
ιγ) «συντονισμός παραγωγής σε μακροοικονομικό επίπεδο»
(οικον.) το σύνολο τών ενεργειών που αναλαμβάνονται με στόχο τον συντονισμό της παραγωγής τών επιμέρους κλάδων της οικονομίας.