μεσσωτήρ

English (LSJ)

μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 141] ῆρος, ὁ, der Vermittler, μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα, Hesych.

Greek Monolingual

μεσσωτήρ και μεσωτήρ, ὁ (Α) μεσώ
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ μεσιτεύων κατὰ τὸν ἀγῶνα».