μεσώ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
μεσῶ, -όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) μέσος
νεοελλ.
(μόνο σε φρ.) «μεσούντος του μηνός», «μεσούσης της εβδομάδας» κ.λπ.
κατά τα μέσα του μήνα, της εβδομάδας κ.λπ.
μσν.
γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.)
μσν.-αρχ.
είμαι ή φθάνω στη μέση, βρίσκομαι κατά τα μέσα (α. «ἡ ἑβδομάδα ἐμέσωσε», Διήγ. ωραιότ.
β. «ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῑ» — το πάθημα είναι στην αρχή και δεν έφθασε ακόμη στη μέση, Ευρ.)
αρχ.
1. (ειδ. για χρόνο) φρ. α) «μεσοῦσα ἡμέρη» — το μισό της ημέρας
β) «θέρους μεσοῦν
τος» — κατά τα μισά του θέρους
γ) «ἐν (ἐνιαυτῷ) μεσοῦν
τι» — κατά τα μέσα του έτους
δ) «πρὸς ἥλιον μεσοῦντα» — κατά το μεσουράνημα του Ηλίου, κατά το μεσημέρι
2. (με γεν.) είμαι στα μέσα του... («μεσοῦντα τῆς ἀρχῆς» — ενώ βρισκόταν στα μέσα του χρόνου της εξουσίας του, Σχόλ. στον Αισχίν.).