μεσωτήρ

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek (Liddell-Scott)

μεσωτήρ: ῆρος, ὁ, (μεσόω) «ὁ μεσιτεύων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεσωτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
βλ. μεσσωτήρ.