μεσσόθι

English (LSJ)

Adv., for *μεσόθι, in the middle, Hes. Op. 369, etc.; c. gen., νηός ARh. 2.172; ζώνης Opp. C. 1.92.

French (Bailly abrégé)

adv.
au milieu ; avec le gén., au milieu de.
Étymologie: μέσος, -θι.

Greek (Liddell-Scott)

μεσσόθῐ: ἐπίρρ. ἀντὶ μεσόθι, ἐν τῷ μέσῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367, κτλ.· - μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 172. - οὕτω μέσσοι, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μέσοι, Ἀλκαῖ. 17.

Greek Monolingual

μεσσόθι και μεσόθι (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ. στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρόθι)].

Greek Monotonic

μεσσόθῐ: επίρρ. αντί μεσόθι, στο μέσον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[adverb for μεσόθι
in the middle, Hes.

German (Pape)

poet. = μεσόθι.