μεσόβαθρο

Greek Monolingual

το
το διάμεσο σημείο στήριξης μιας γέφυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βάθρο (πρβλ. υπόβαθρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].