βάθρο
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
το (AM βάθρον)
1. μέρος όπου ανεβαίνει ή στέκεται κάποιος
2. βάση, υποστήριγμα αγάλματος
3. «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς
αρχ.
1. βαθμίδα, σκαλοπάτι
2. σκαλωσιά
3. στερεό έδαφος, στεριά
4. κάθισμα
5. πληθ. βάθρα
τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.
6. φρ. α) «ἐν βάθροις εἰμί» — στέκομαι όρθιος β) «κινδύνου βάθρα» — στο χείλος του κινδύνου, στην άκρη του γκρεμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το θ. του βαίνω + (επίθημα) -θρον (πρβλ. άρθρον, έλκηθρον, σάρωθρον κ.ά.).
ΣΥΝΘ. ανάβαθρο(ν), υπόβαθρο(ν) αρχ. διάβαθρον, επίβαθρον, μαλάβαθρον
μσν.
φυσόβαθρον
νεοελλ.
κιονόβαθρο(ν), μεσόβαθρο(ν), πλατυβαθρο(ν), τοιχόβαθρο(ν)].