Epic for μετεῖπον.
v. μετεῖπον.
spoke among or to, τισί. See εἶπον.
μετέειπον: Επικ. αντί μετεῖπον (βλ. αυτ.).
μετέειπον: эп. = μετεῖπον.
ep. = μετεῖπον, 1 sg.