μετέειπον

English (LSJ)

Epic for μετεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. μετεῖπον.

English (Autenrieth)

spoke among or to, τισί. See εἶπον.

Greek Monotonic

μετέειπον: Επικ. αντί μετεῖπον (βλ. αυτ.).

Russian (Dvoretsky)

μετέειπον: эп. = μετεῖπον.

German (Pape)

ep. = μετεῖπον, 1 sg.