μετίει

English (LSJ)

v. μεθίημι.

German (Pape)

[Seite 160] ion. = μεθίησι, Her. 6, 37. 59, wenn nicht, wie von μετιέω, μετιεῖ zu schreiben u. μετίει ein imperf. ist; vgl. μεθιεῖς, Il. 6, 523.

Greek (Liddell-Scott)

μετίει: ἴδε τὸ ῥῆμα μεθίημι.

Greek Monotonic

μετίει: βλ. μεθίημι.