μεταδιατάσσω

English (LSJ)

A alter ordinances, OGI383.196 (Nemrud Dagh, i B. C.).
II transfer an obligation, POxy.899.32 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

μεταδιατάσσω (Α)
1. μεταβάλλω τις αποφάσεις, τις διαταγές
2. μεταβιβάζω σε κάποιον την υποχρέωση ή το δικαίωμα της καλλιέργειας δημόσιας γης·