υποχρέωση

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να οφείλει κανείς να κάνει κάτι
2. ηθικό χρέος, ηθική επιταγή
3. χρηματική οφειλή, χρέος
4. φρ. α) «έχω υποχρεώσεις» — είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στην οικογένειά μου για την συντήρησή της ή για την αποκατάσταση παιδιών ή αδελφών
β) «έχω υποχρέωση σε κάποιον» — οφείλω ευγνωμοσύνη σε κάποιον
γ) «έχω υποχρέωση»
(γενικά) έχω καθήκον, οφείλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποχρέωσις, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].