μετακλητός

Greek Monolingual

-ή, -ό μετακαλώ
1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση
2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός
3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό
(ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η πιθανότητα ανάκλησης, η μη μονιμότητα.