μετακυκλοῦμαι, -έομαι (Α)(για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῖσθαι», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)].