μεταλείπω: καταλείπω, ἄλλοις μεταλείψας (νῦν καταλείψας) εἰς τρυφὴν τὴν οὐσίαν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 7: ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 713 κἑξ.
μεταλείπω (Α)καταλείπω, αφήνω κάτι σε άλλον.