Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεταλλαγωγός
Greek Monolingual
ο αυλάκι από ειδική άμμο ή πυρίμαχα υλικά μέσα στο οποίο ρέει το λειωμένο μέταλλο από τη βάση της υψικαμίνου μέχρι τα καλούπια, όπου στερεοποιείται. [ΕΤΥΜΟΛ.<μέταλλο+ἀγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].