μεταλλειολόγος
Greek Monolingual
ο,η
1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία
2. μηχανικός μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
ο,η
1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία
2. μηχανικός μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].