μεταλλειολογία
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
η
κλάδος τών φυσικών επιστημών που μελετά τα μέταλλα, τα μεταλλεία και τα μεταλλεύματα, περιγράφει τη δημιουργία τών μεταλλευμάτων και την κατανομή τους μέσα στον φλοιό της Γης, καθώς και τις μεθόδους ανεύρεσης και ανόρυξής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλειολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν].