Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεταλλοειδής
Greek Monolingual
-ές 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταλλοειδή χημ.άλληονομασία τών επαμφοτεριζόντων χημικών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Ιωαννίδη].