μεταμέρεια
Greek Monolingual
η
1. βιολ. η δόμηση ενός σώματος από μια σειρά όμοιων τμημάτων, τών μεταμερών ή σωμιτών, το καθένα από τα οποία σχηματίζεται σε γραμμική ακολουθία στο έμβρυο
2. χημ. ειδική περίπτωση συντακτικής ισομέρειας, η οποία αναφέρεται σε δύο ενώσεις που προκύπτουν αμοιβαία η μία από την άλλη ως αποτέλεσμα μιας αντίδρασης μετάθεσης.