μεταμεσονύκτιος

Greek Monolingual

και μεταμεσονύχτιος, -α, -ο
αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τα μεσάνυχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μεσονύκτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].