μεσάνυχτα
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
τα
1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα του μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα»)
2. το μέσο της νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι)
3. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το μέρος της νύχτας μέχρι τη χαραυγή
4. φρ. «έχει (μαύρα) μεσάνυχτα» — βρίσκεται σε πλήρη άγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσάνυκτον < αρχ. μεσονύκτιον
το -α- αντί -ο- πιθ. από τα πολλά σύνθετα όπου το -α- κανονικό (πρβλ. μεσαριστερός, μεσαστέρι, μεσαφέτης κ.τ.ό.)].