μεσονύκτιος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
μεσονύκτιον, of midnight or at midnight, ἔκλειψις Arist.Mete.367b26; ὥρα D.S.19.31, cf. Anacreont.31.1: with a Verb, μεσονύκτιον δέξασθαί τινα Pi. l.7(6).5; μ. ὠλλύμαν E. Hec.914 (lyr.): neut. as adverb, Theoc.13.69: as substantive μεσονύκτιον, τό, Hp.Morb.2.48, LXX Jd.16.3, Plu.Caes.43, Luc.Merc.Cond.26, Vett. Val.339.6; κατὰ τὸ μ. Str.2.5.42, Act.Ap.16.25; μεσονυκτίου at midnight, Ev.Marc.13.35; μεσονύκτου seems to be f.l. in Arist. ap. Sotion p.185 W.—Poet. word acc. to Phryn.36:—the spelling μεσᾰνύκτιον is v.l. in Ev.Marc. l. c., cf. POxy.1768.6 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 139] mitternächtig, mitten in der Nacht; μεσονύκτιον δεξαμένη, Pind. I. 6, 5; Eur. Hec. 914; ὧραι, Anacr. 31, 1; τὸ μ., Mitternacht, Arist. probl. 26, 18 u. A.; s. Lob. zu Phryn. p. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du milieu de la nuit ; τὸ μεσονύκτιον le milieu de la nuit, minuit.
Étymologie: μέσος, νύξ.
Russian (Dvoretsky)
μεσονύκτιος: полуночный (ὧραι Anacr.; ἔκλειψις Arst.): μ. ὠλλύμαν Eur. моя (т. е. Илиона) погибель пришла в полночь.
Greek (Liddell-Scott)
μεσονύκτιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μεσονύκτιον ἢ συμβαίνων ἐν ὥρᾳ μεσονυκτίου, ἔκλειψις Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 28, Προβλ. 26. 18· ὧραι Ἀνακρεόντ. 34· - μετὰ ῥήματος, μεσονύκτιον δέξασθαί τινα Πινδ. Ι. 7 (6), 6· μ. ὠλλύμαν Εὐρ. Ἑκ. 914· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Θεόκρ. 13. 69., 23. 11, Ἀριστ. Προβλ. 26. 18· ἴδε Λοβ. Φρύν. 53. - Ἐκκλ.: μ. ἀκολουθία, ὑμνωδία = μεσονυκτικὸν Τυπικ.
English (Slater)
μεσονύκτιος at midnight n. s. pro adv. ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) (I. 7.5)
Spanish
Greek Monolingual
και μεσονύχτιος -α, -ο (ΑM μεσονύκτιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο της νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο
αρχ.
1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον
κατά τα μεσάνυχτα («ἱστία δ'ἠίθεοι μεσονύκτιον ἐξεκάθαιρον Ἡρακλῆα μένοντες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ολονύκτιος.
Greek Monotonic
μεσονύκτιος: -ον (νύξ), αυτός που ανήκει ή συμβαίνει μεσάνυχτα, σε Πίνδ., Ευρ.· το ουδ. ως επίρρ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μεσο-νύκτιος, ον [νύξ]
of or at midnight, Pind., Eur.:— neut. as adv., Theocr.
Léxico de magia
-ον subst. τὸ μ. media noche ref. al momento de actuar ἐλθὼν οὖν ἐπὶ τὴν ἡμέραν τὸ μεσονύκτιον, ὅταν ἡσυχία γένηται, ἀνάψας τὸν βωμόν así pues, al llegar a ese día, a media noche, cuando haya tranquilidad, enciende el altar P XIII 680 SM 71 fr.7.3 (fr. lac.)