μεταξάριος

English (LSJ)

ὁ, silk-merchant, Just.Nov.App. 5.

Greek Monolingual

μεταξάριος, ὁ (ΑΜ)
ο έμπορος μέταξας, ο μεταξέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + κατάλ. -άριος (πρβλ. λατ. metaxarius)].