μεταστοιχεί
English (LSJ)
or μεταστοιχί, Adv. all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.
German (Pape)
[Seite 154] v.l. für μεταστοιχί.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. μεταστοιχί.
Greek Monolingual
μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τριστοιχεί].
Greek Monotonic
μεταστοιχεί: ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
στοῖχος
adv. all in a row, Il.