μετατάρσιος
Greek Monolingual
-α, -ο
1. (ανατ.-ζωολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετατάρσιο
2. φρ. «μετατάρσια οστά»
ανατ. πέντε μικρά επιμήκη οστά που αρθρώνονται μεταξύ τών ταρσικών οστών και τών δακτύλων τών κάτω άκρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -τάρσιος (< ταρσός «το μεταξύ σφυρών και μεταταρσίου οπίσθιο μέρος του άκρου ποδιού»). Το ουδ. μετατάρσιον μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].