μετείκασμα

Greek Monolingual

το
φυσ. οπτικό αίσθημα το οποίο οφείλεται σε ερέθισμα που έχει προηγηθεί, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά την παύση του ερεθίσματος αυτού.