Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μετεκλογικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονική περίοδο που ακολουθεί μετά τις εκλογές («τώρα διανύουμε μετεκλογική περίοδο»). [ΕΤΥΜΟΛ.<μετ(α)- +εκλογικός (<εκλέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στην εφημερίδα Άστυ].