μετεμπίπτω

English (LSJ)

fall into a new position, Phlp. in Ph.547.14; read by Simp. and Phlp. in Arist.Ph.211b18.

Greek Monolingual

μετεμπίπτω (Α)
μεταπίπτω σε νέα θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-πίπτω «πέφτω»].