μετεξεταστέος

Greek Monolingual

-α, -ο
(ιδίως για μαθητές) ο υποχρεωμένος να δώσει πάλι στην αρχή του νέου σχολικού έτους εξετάσεις σε ένα ή περισσότερα μαθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεξετάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].