μετοικοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.

German (Pape)

[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.

Russian (Dvoretsky)

μετοικοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.

Greek Monolingual

μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.

Greek Monotonic

μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλακας των μετοίκων, σε Ξεν.

Middle Liddell

μετοικο-φύλαξ, ακος,
guardian of the μέτοικοι, Xen.