μετρηδόν

English (LSJ)

Adv. in regular order, Nonn. D. 7.115.

German (Pape)

[Seite 162] nach Maaß; Nic. Al. 45. 203; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μετρηδόν: Ἐπίρρ., διὰ τοῦ μέτρου, Νικ. Ἀλ. 45. 2) ἐμμέτρως, Νόνν. Δ. 7. 115. ΙΙ. βαθμηδόν, ὁ αὐτ. 48. 340, κατὰ τὸν Gräfe ἀντὶ μιτρηδόν.

Greek Monolingual

μετρηδόν (Α)
επίρρ.
1. με μέτρο, κατά μέτρο, εμμέτρως
2. βαθμηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, σωρηδόν)].