μετριόω

English (LSJ)

or μετριάω, implied by the form μετριῶ (s.v.l.), Theognost. Can.146; but ἐμετρίωμες, μετριώμεναι are forms of μετρέω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

μετριόω: μετρέω, ἐν τῷ συνῃρ. Δωρ. τύπῳ μετριῶ, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 45· μετριώμεναι αὐτόθι 5774. 22, 28· πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 146. 22· - ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὸ μετριάω.